Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίγγλωσσος
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
View word page
παλίμβολος
παλίμβολος πᾰλίμ-βολος, ον, βάλλω thrown back, reversed: hence, untrustworthy, uncertain, unstable, Plat.: τὸ παλίμβολον instability, Aeschin.

ShortDef

thrown back, reversed

Debugging

Headword:
παλίμβολος
Headword (normalized):
παλίμβολος
Headword (normalized/stripped):
παλιμβολος
IDX:
24179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24207
Key:
pali/mbolos

Data

{'content': 'παλίμβολος\n πᾰλίμ-βολος, ον,\n βάλλω\n thrown back, reversed: hence, untrustworthy, uncertain, unstable, Plat.: τὸ παλίμβολον instability, Aeschin.', 'key': 'pali/mbolos'}