Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλιγγενεσία
παλίγγλωσσος
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
View word page
παλιμβλαστής
παλιμβλαστής πᾰλιμ-βλαστής, ές βλαστάνω growing again, Eur.

ShortDef

growing again

Debugging

Headword:
παλιμβλαστής
Headword (normalized):
παλιμβλαστής
Headword (normalized/stripped):
παλιμβλαστης
IDX:
24178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24206
Key:
palimblasth/s

Data

{'content': 'παλιμβλαστής\n πᾰλιμ-βλαστής, ές\n βλαστάνω\n growing again, Eur.', 'key': 'palimblasth/s'}