Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάλη
παλιγγενεσία
παλίγγλωσσος
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
View word page
παλίμβαμος
παλίμβαμος πᾰλίμ-βᾱμος, ον, βαίνω walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, Pind.

ShortDef

walking back

Debugging

Headword:
παλίμβαμος
Headword (normalized):
παλίμβαμος
Headword (normalized/stripped):
παλιμβαμος
IDX:
24177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24205
Key:
pali/mbamos

Data

{'content': 'παλίμβαμος\n πᾰλίμ-βᾱμος, ον,\n βαίνω\n walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, Pind.', 'key': 'pali/mbamos'}