Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλαιός
παλαιότης
παλαιόφρων
παλαιόω
πάλαι
πάλαισμα
παλαισμοσύνη
παλαιστή
παλαιστής
παλαιστιαῖος
παλαιστικός
παλαίστρα
παλαιστρίτης
παλαίφατος
παλαίχθων
παλαίω
παλαίωσις
παλαμάομαι
Παλαμήδης
παλάμη
παλαμναῖος
View word page
παλαιστικός
παλαιστικός πᾰλαιστικός, ή, όν expert in wrestling, Arist., Luc.

ShortDef

expert in wrestling

Debugging

Headword:
παλαιστικός
Headword (normalized):
παλαιστικός
Headword (normalized/stripped):
παλαιστικος
IDX:
24150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24178
Key:
palaistiko/s

Data

{'content': 'παλαιστικός\n πᾰλαιστικός, ή, όν\n expert in wrestling, Arist., Luc.', 'key': 'palaistiko/s'}