Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλάθη
παλαιγενής
παλαίγονος
παλαιμονέω
Παλαίμων
παλαιογενής
παλαιόγονος
παλαιομάτωρ
παλαιόπλουτος
παλαιός
παλαιότης
παλαιόφρων
παλαιόω
πάλαι
πάλαισμα
παλαισμοσύνη
παλαιστή
παλαιστής
παλαιστιαῖος
παλαιστικός
παλαίστρα
View word page
παλαιότης
παλαιότης from πᾰλαιός πᾰλαιότης, ητος, ἡ, antiquity, obsoleteness, Eur., Plat.
ShortDef
antiquity, obsoleteness
Debugging
Headword:
παλαιότης
Headword (normalized):
παλαιότης
Headword (normalized/stripped):
παλαιοτης
IDX:
24141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24169
Key:
palaio/ths
Data
{'content': 'παλαιότης\n from πᾰλαιός\n πᾰλαιότης, ητος, ἡ,\n antiquity, obsoleteness, Eur., Plat.', 'key': 'palaio/ths'}