Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιπάλη
παιπαλόεις
παῖς
παιφάσσω
παίω
Παιωνιάς
Παιώνια
Παιωνιάς
παιωνίζω
παιώνιος
παιωνισμός
πακτόω
παλάθη
παλαιγενής
παλαίγονος
παλαιμονέω
Παλαίμων
παλαιογενής
παλαιόγονος
παλαιομάτωρ
παλαιόπλουτος
View word page
παιωνισμός
παιωνισμός παιωνισμός, οῦ, ὁ, παιωνίζω a chanting of the paean, Thuc.
ShortDef
a chanting of the paean
Debugging
Headword:
παιωνισμός
Headword (normalized):
παιωνισμός
Headword (normalized/stripped):
παιωνισμος
IDX:
24129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24157
Key:
paiwnismo/s
Data
{'content': 'παιωνισμός\n παιωνισμός, οῦ, ὁ,\n παιωνίζω\n a chanting of the paean, Thuc.', 'key': 'paiwnismo/s'}