Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδουργός
παιδοφιλέω
παιδοφίλης
παιδοφόνος
παιδοφορέω
παίζω
Παιηόνιος
Παίονες
παιόνιος
παιπάλημα
παιπάλη
View word page
παιδουργός
παιδουργός παιδουργός, όν *ἔργω = παιδοποιός.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παιδουργός
Headword (normalized):
παιδουργός
Headword (normalized/stripped):
παιδουργος
IDX:
24109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24135
Key:
paidourgo/s
Data
{'content': 'παιδουργός\n παιδουργός, όν\n *ἔργω\n = παιδοποιός.', 'key': 'paidourgo/s'}