Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδουργός
παιδοφιλέω
παιδοφίλης
παιδοφόνος
παιδοφορέω
παίζω
Παιηόνιος
Παίονες
παιόνιος
παιπάλημα
View word page
παιδουργία
παιδουργία = παιδοποιία, Plat. in Soph. = γυνὴ παιδοποιός, a mother. from παιδουργός

ShortDef

producing children; a mother

Debugging

Headword:
παιδουργία
Headword (normalized):
παιδουργία
Headword (normalized/stripped):
παιδουργια
IDX:
24108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24134
Key:
paidourgi/a

Data

{'content': 'παιδουργία\n = παιδοποιία, Plat.\n in Soph. = γυνὴ παιδοποιός, a mother. \n from παιδουργός', 'key': 'paidourgi/a'}