Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδουργός
παιδοφιλέω
παιδοφίλης
παιδοφόνος
παιδοφορέω
παίζω
Παιηόνιος
Παίονες
παιόνιος
View word page
παιδουργέω
παιδουργέω παιδουργέω, ἡ, = παιδοποιέω, Eur.

ShortDef

have children

Debugging

Headword:
παιδουργέω
Headword (normalized):
παιδουργέω
Headword (normalized/stripped):
παιδουργεω
IDX:
24107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24133
Key:
paidourge/w

Data

{'content': 'παιδουργέω\n παιδουργέω, ἡ,\n = παιδοποιέω, Eur.', 'key': 'paidourge/w'}