Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδουργός
παιδοφιλέω
παιδοφίλης
παιδοφόνος
παιδοφορέω
παίζω
Παιηόνιος
View word page
παιδοτρόφος
παιδοτρόφος παιδο-τρόφος, ον, τρέφω rearing boys, Simon.: παιδοτρόφος ἐλάα Soph. as fem. Subst. a mother, Eur.
ShortDef
rearing boys
Debugging
Headword:
παιδοτρόφος
Headword (normalized):
παιδοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
παιδοτροφος
IDX:
24105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24131
Key:
paidotro/fos
Data
{'content': 'παιδοτρόφος\n παιδο-τρόφος, ον,\n τρέφω\n rearing boys, Simon.: παιδοτρόφος ἐλάα Soph.\n as fem. Subst. a mother, Eur.', 'key': 'paidotro/fos'}