Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδουργός
παιδοφιλέω
παιδοφίλης
παιδοφόνος
παιδοφορέω
View word page
παιδοτριβικός
παιδοτριβικός from παῐδοτρίβης παιδοτρῐβικός, ή, όν of or for a παιδοτρίβης: ἡ -κή (sc. τέχνη) his art, the art of wrestling, Arist.: adv., παιδοτριβικῶς like a gymnastic master, Ar.

ShortDef

of or for a παιδοτρίβης

Debugging

Headword:
παιδοτριβικός
Headword (normalized):
παιδοτριβικός
Headword (normalized/stripped):
παιδοτριβικος
IDX:
24103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24129
Key:
paidotribiko/s

Data

{'content': 'παιδοτριβικός\n from παῐδοτρίβης\n παιδοτρῐβικός, ή, όν\n of or for a παιδοτρίβης: ἡ -κή (sc. τέχνη) his art, the art of wrestling, Arist.: adv., παιδοτριβικῶς like a gymnastic master, Ar.', 'key': 'paidotribiko/s'}