παιδοτριβικός
from παῐδοτρίβης
παιδοτρῐβικός, ή, όν
of or for a παιδοτρίβης: ἡ -κή (sc. τέχνη) his art, the art of wrestling, Arist.: adv., παιδοτριβικῶς like a gymnastic master, Ar.
{'content': 'παιδοτριβικός\n from παῐδοτρίβης\n παιδοτρῐβικός, ή, όν\n of or for a παιδοτρίβης: ἡ -κή (sc. τέχνη) his art, the art of wrestling, Arist.: adv., παιδοτριβικῶς like a gymnastic master, Ar.', 'key': 'paidotribiko/s'}