Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδουργός
παιδοφιλέω
παιδοφίλης
View word page
παιδοτριβέω
παιδοτριβέω παιδοτρῐβέω, fut. -ήσω to train as a gymnastic master: generally, to train, π. τινὰ πονηρὸν εἶναι Dem.
ShortDef
to train as a gymnastic master
Debugging
Headword:
παιδοτριβέω
Headword (normalized):
παιδοτριβέω
Headword (normalized/stripped):
παιδοτριβεω
IDX:
24101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24127
Key:
paidotribe/w
Data
{'content': 'παιδοτριβέω\n παιδοτρῐβέω,\n fut. -ήσω\n to train as a gymnastic master: generally, to train, π. τινὰ πονηρὸν εἶναι Dem.', 'key': 'paidotribe/w'}