Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδουργός
παιδοφιλέω
View word page
παιδοσπόρος
παιδοσπόρος παιδο-σπόρος, ον, σπείρω begetting children, Ar.

ShortDef

begetting children

Debugging

Headword:
παιδοσπόρος
Headword (normalized):
παιδοσπόρος
Headword (normalized/stripped):
παιδοσπορος
IDX:
24100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24126
Key:
paidospo/ros

Data

{'content': 'παιδοσπόρος\n παιδο-σπόρος, ον,\n σπείρω\n begetting children, Ar.', 'key': 'paidospo/ros'}