Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
παιδουργία
παιδουργός
View word page
παιδοσπορέω
παιδοσπορέω παιδοσπορέω, fut. -ήσω to beget children, Plat. from παιδοσπόρος

ShortDef

to beget children

Debugging

Headword:
παιδοσπορέω
Headword (normalized):
παιδοσπορέω
Headword (normalized/stripped):
παιδοσπορεω
IDX:
24099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24125
Key:
paidospore/w

Data

{'content': 'παιδοσπορέω\n παιδοσπορέω,\n fut. -ήσω\n to beget children, Plat.\n from παιδοσπόρος', 'key': 'paidospore/w'}