Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
παιδοτροφία
παιδοτρόφος
παιδότρωτος
παιδουργέω
View word page
παιδοποιός
παιδοποιός παιδο-ποιός, όν ποιέω begetting or bearing children, Eur. generative, Hdt.
ShortDef
begetting
Debugging
Headword:
παιδοποιός
Headword (normalized):
παιδοποιός
Headword (normalized/stripped):
παιδοποιος
IDX:
24097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24123
Key:
paidopoio/s
Data
{'content': 'παιδοποιός\n παιδο-ποιός, όν\n ποιέω\n begetting or bearing children, Eur.\n generative, Hdt.', 'key': 'paidopoio/s'}