παιδοποιία
παιδοποιία
παιδοποιία, ἡ,
procreation of children, Plat.
from παιδοποιός
{ "content": "παιδοποιία\n παιδοποιία, ἡ,\n procreation of children, Plat.\n from παιδοποιός", "key": "paidopoii/a" }