Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδοβόρος
παιδογονία
παιδογόνος
παιδοκομέω
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
παιδοτρίβης
παιδοτριβικός
View word page
παιδονομία
παιδονομία παιδονομία, ἡ, the education of children, Arist. the office of παιδονόμος, Arist. from παιδονόμος
ShortDef
the education of children
Debugging
Headword:
παιδονομία
Headword (normalized):
παιδονομία
Headword (normalized/stripped):
παιδονομια
IDX:
24093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24119
Key:
paidonomi/a
Data
{'content': 'παιδονομία\n παιδονομία, ἡ,\n the education of children, Arist.\n the office of παιδονόμος, Arist.\n from παιδονόμος', 'key': 'paidonomi/a'}