Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδογονία
παιδογόνος
παιδοκομέω
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
παιδοτριβέω
View word page
παιδολέτις
παιδολέτις παιδολέτις, ιδος, ἡ, = παιδολέτειρα, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παιδολέτις
Headword (normalized):
παιδολέτις
Headword (normalized/stripped):
παιδολετις
IDX:
24091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24117
Key:
paidole/tis

Data

{'content': 'παιδολέτις\n παιδολέτις, ιδος, ἡ,\n = παιδολέτειρα, Anth.', 'key': 'paidole/tis'}