Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδογονία
παιδογόνος
παιδοκομέω
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
παιδοσπόρος
View word page
παιδολετήρ
παιδολετήρ , ῆρος, ὁ, murderer of children: fem. παιδ-ολέτειρα, murderess of children, Eur.
ShortDef
child-slaying
Debugging
Headword:
παιδολετήρ
Headword (normalized):
παιδολετήρ
Headword (normalized/stripped):
παιδολετηρ
IDX:
24090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24116
Key:
paidole/thr
Data
{'content': 'παιδολετήρ\n , ῆρος, ὁ,\n murderer of children: fem. παιδ-ολέτειρα, murderess of children, Eur.', 'key': 'paidole/thr'}