Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδίσκη
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδογονία
παιδογόνος
παιδοκομέω
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
παιδοσπορέω
View word page
παιδοκτόνος
παιδοκτόνος παιδο-κτόνος, ον, κτείνω child-murdering, Soph., Eur.
ShortDef
child-murdering
Debugging
Headword:
παιδοκτόνος
Headword (normalized):
παιδοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
παιδοκτονος
IDX:
24089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24115
Key:
paidokto/nos
Data
{'content': 'παιδοκτόνος\n παιδο-κτόνος, ον,\n κτείνω\n child-murdering, Soph., Eur.', 'key': 'paidokto/nos'}