Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδισκάριον
παιδίσκη
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδογονία
παιδογόνος
παιδοκομέω
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
παιδοποιία
παιδοποιός
παιδοπόρος
View word page
παιδοκτονέω
παιδοκτονέω παιδοκτονέω, fut. -ήσω to murder children, Eur. from παιδοκτόνος
ShortDef
to murder children
Debugging
Headword:
παιδοκτονέω
Headword (normalized):
παιδοκτονέω
Headword (normalized/stripped):
παιδοκτονεω
IDX:
24088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24114
Key:
paidoktone/w
Data
{'content': 'παιδοκτονέω\n παιδοκτονέω,\n fut. -ήσω\n to murder children, Eur.\n from παιδοκτόνος', 'key': 'paidoktone/w'}