Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδικός
παιδιόθεν
παιδίον
παιδισκάριον
παιδίσκη
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδογονία
παιδογόνος
παιδοκομέω
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
παιδονόμος
παιδοποιέω
View word page
παιδογόνος
παιδογόνος παιδο-γόνος, ον, γονη begetting children, Ζεῦ παιδογόνε πόριος Ἰνάχου father of a child by the daughter of Inachus, Eur. making fruitful, Theocr.

ShortDef

begetting children

Debugging

Headword:
παιδογόνος
Headword (normalized):
παιδογόνος
Headword (normalized/stripped):
παιδογονος
IDX:
24085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24111
Key:
paidogo/nos

Data

{'content': 'παιδογόνος\n παιδο-γόνος, ον,\n γονη\n begetting children, Ζεῦ παιδογόνε πόριος Ἰνάχου father of a child by the daughter of Inachus, Eur.\n making fruitful, Theocr.', 'key': 'paidogo/nos'}