Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδεύω
παιδιά
παιδικός
παιδιόθεν
παιδίον
παιδισκάριον
παιδίσκη
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδογονία
παιδογόνος
παιδοκομέω
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
παιδολυμάς
παιδονομία
View word page
παιδοβόρος
παιδοβόρος παιδο-βόρος, ον, βιβρώσκω child-eating, μόχθοι π., said of Thyestes, Aesch.

ShortDef

child-eating

Debugging

Headword:
παιδοβόρος
Headword (normalized):
παιδοβόρος
Headword (normalized/stripped):
παιδοβορος
IDX:
24083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24109
Key:
paidobo/ros

Data

{'content': 'παιδοβόρος\n παιδο-βόρος, ον,\n βιβρώσκω\n child-eating, μόχθοι π., said of Thyestes, Aesch.', 'key': 'paidobo/ros'}