Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδιά
παιδικός
παιδιόθεν
παιδίον
παιδισκάριον
παιδίσκη
παιδίσκος
παιδιώδης
παιδνός
παιδοβόρος
παιδογονία
παιδογόνος
παιδοκομέω
παιδοκόμος
παιδοκτονέω
παιδοκτόνος
παιδολετήρ
παιδολέτις
View word page
παιδιώδης
παιδιώδης παιδι-ώδης, ες παιδια playful, Lat. ludibundus, Arist.
ShortDef
playful
Debugging
Headword:
παιδιώδης
Headword (normalized):
παιδιώδης
Headword (normalized/stripped):
παιδιωδης
IDX:
24081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24107
Key:
paidiw/dhs
Data
{'content': 'παιδιώδης\n παιδι-ώδης, ες\n παιδια\n playful, Lat. ludibundus, Arist.', 'key': 'paidiw/dhs'}