Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγνωμοσύνη
ἀγνώμων
ἀγνωσία
ἀγνώς
ἄγνωστος
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
View word page
ἀγορανομικός
ἀγορανομικός of or for the ἀγορανόμος or his office, Plat.; used to translate Lat. aedilicius, Plut.
ShortDef
of or for the clerk of the market
Debugging
Headword:
ἀγορανομικός
Headword (normalized):
ἀγορανομικός
Headword (normalized/stripped):
αγορανομικος
IDX:
241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n241
Key:
a)goranomiko/s
Data
{'content': 'ἀγορανομικός\n of or for the ἀγορανόμος or his office, Plat.; used to translate Lat. aedilicius, Plut.', 'key': 'a)goranomiko/s'}