Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδιά
παιδικός
παιδιόθεν
παιδίον
παιδισκάριον
παιδίσκη
παιδίσκος
παιδιώδης
View word page
παιδευτικός
παιδευτικός παιδευτικός, ή, όν from παιδεύω of or for teaching: —ἡ -κή (sc. τέχνη) , education, Plat.; so, τὸ παιδευτικόν Plut.

ShortDef

of or for teaching

Debugging

Headword:
παιδευτικός
Headword (normalized):
παιδευτικός
Headword (normalized/stripped):
παιδευτικος
IDX:
24071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24097
Key:
paideutiko/s

Data

{'content': 'παιδευτικός\n παιδευτικός, ή, όν\n from παιδεύω\n of or for teaching: —ἡ -κή (sc. τέχνη) , education, Plat.; so, τὸ παιδευτικόν Plut.', 'key': 'paideutiko/s'}