Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδάριον
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
παιδευτός
παιδεύω
παιδιά
παιδικός
View word page
παιδεραστής
παιδεραστής παιδ-εραστής, οῦ, ὁ, a lover of boys, Ar., Plat.

ShortDef

a lover of boys

Debugging

Headword:
παιδεραστής
Headword (normalized):
παιδεραστής
Headword (normalized/stripped):
παιδεραστης
IDX:
24065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24091
Key:
paiderasth/s

Data

{'content': 'παιδεραστής\n παιδ-εραστής, οῦ, ὁ,\n a lover of boys, Ar., Plat.', 'key': 'paiderasth/s'}