Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παιγνιήμων
παίγνιον
παίγνιος
παιγνιώδης
παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδάριον
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
παιδευτήριον
παιδευτής
παιδευτικός
View word page
παιδαριώδης
παιδαριώδης παιδᾰρι-ώδης, ες εἶδος childish, puerile, Plat.
ShortDef
childish, puerile
Debugging
Headword:
παιδαριώδης
Headword (normalized):
παιδαριώδης
Headword (normalized/stripped):
παιδαριωδης
IDX:
24061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24087
Key:
paidariw/dhs
Data
{'content': 'παιδαριώδης\n παιδᾰρι-ώδης, ες\n εἶδος\n childish, puerile, Plat.', 'key': 'paidariw/dhs'}