Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Παιάν
παῖγμα
παιγνία
παιγνιήμων
παίγνιον
παίγνιος
παιγνιώδης
παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγωγία
παιδαγωγικός
παιδαγωγός
παιδάριον
παιδαριώδης
παιδεία
παίδειος
παιδεραστέω
παιδεραστής
παίδευμα
παίδευσις
παιδευτέος
View word page
παιδαγωγικός
παιδαγωγικός παιδᾰγωγικός, ή, όν suitable to a παιδαγωγός:—ἡ -κή (sc. τέχνη) τῶν νοσημάτων = ἡ ἰατρική, the tending of diseases, Plat.
ShortDef
suitable to a teacher or trainer
Debugging
Headword:
παιδαγωγικός
Headword (normalized):
παιδαγωγικός
Headword (normalized/stripped):
παιδαγωγικος
IDX:
24058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24084
Key:
paidagwgiko/s
Data
{'content': 'παιδαγωγικός\n παιδᾰγωγικός, ή, όν\n suitable to a παιδαγωγός:—ἡ -κή (sc. τέχνη) τῶν νοσημάτων = ἡ ἰατρική, the tending of diseases, Plat.', 'key': 'paidagwgiko/s'}