Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρύσεος
πάγχυ
πάθημα
πάθη
παθητικός
παθητός
πάθος
παιανίζω
παιανισμός
Παιάν
παῖγμα
παιγνία
παιγνιήμων
παίγνιον
παίγνιος
παιγνιώδης
παιδαγωγεῖον
παιδαγωγέω
παιδαγωγία
View word page
παιανισμός
παιανισμός from παιᾱνίζω παιᾱνισμός, οῦ, ὁ, = παιωνισμός, Strab.

ShortDef

chanting of the paean

Debugging

Headword:
παιανισμός
Headword (normalized):
παιανισμός
Headword (normalized/stripped):
παιανισμος
IDX:
24047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24073
Key:
paianismo/s

Data

{'content': 'παιανισμός\n from παιᾱνίζω\n παιᾱνισμός, οῦ, ὁ,\n = παιωνισμός, Strab.', 'key': 'paianismo/s'}