Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
πᾶγος
πάγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρύσεος
πάγχυ
πάθημα
πάθη
παθητικός
παθητός
πάθος
View word page
παγχάλεπος
παγχάλεπος πᾰγ-χάλεπος, ον, most difficult to deal with, Xen., Plat. adv., παγχαλέπως ἔχειν πρός τινα to be ill affected towards him, Xen.

ShortDef

most difficult to deal with

Debugging

Headword:
παγχάλεπος
Headword (normalized):
παγχάλεπος
Headword (normalized/stripped):
παγχαλεπος
IDX:
24035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24061
Key:
pagxa/lepos

Data

{'content': 'παγχάλεπος\n πᾰγ-χάλεπος, ον,\n most difficult to deal with, Xen., Plat. adv., παγχαλέπως ἔχειν πρός τινα to be ill affected towards him, Xen.', 'key': 'pagxa/lepos'}