Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
πᾶγος
πάγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρύσεος
πάγχυ
πάθημα
πάθη
παθητικός
παθητός
View word page
πάγουρος
πάγουρος πάγουρος (ᾰ), ὁ, παγῆναι, οὐρα a kind of crab, Lat. pagurus, Ar.

ShortDef

crab

Debugging

Headword:
πάγουρος
Headword (normalized):
πάγουρος
Headword (normalized/stripped):
παγουρος
IDX:
24034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24060
Key:
pa/gouros

Data

{'content': 'πάγουρος\n πάγουρος (ᾰ), ὁ,\n παγῆναι, οὐρα\n a kind of crab, Lat. pagurus, Ar.', 'key': 'pa/gouros'}