Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναπαύω
ἀνά
ἀνα-
ἀναπείθω
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτομαι
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀνάπηρος
ἀναπιδύω
ἀναπίμπλημι
ἀναπίπτω
ἀναπλάσσω
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀναπλέω
View word page
ἀναπέτομαι
ἀναπέτομαι to fly up, fly away, Hdt., etc. metaph. to be on the wing, ἀνεπτόμαν Soph.; ἀνέπταν φόβωι Soph.
ShortDef
to fly up, fly away
Debugging
Headword:
ἀναπέτομαι
Headword (normalized):
ἀναπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
αναπετομαι
IDX:
2405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2406
Key:
a)nape/tomai
Data
{'content': 'ἀναπέτομαι\n to fly up, fly away, Hdt., etc.\n metaph. to be on the wing, ἀνεπτόμαν Soph.; ἀνέπταν φόβωι Soph.', 'key': 'a)nape/tomai'}