Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
πᾶγος
πάγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρύσεος
πάγχυ
πάθημα
πάθη
παθητικός
View word page
πάγος
πάγος πάγος (ᾰ), ὁ, πήγνυμι that which is fixed or firmly set: a mountain-peak, a rocky hill, Od., Hes., Trag.; ὁ Ἄρειος (Ionic Ἀρήιος) πάγος the Areopagus at Athens, v. Ἄρειος II. = παγετός, Soph.

ShortDef

rock; frost, solid

Debugging

Headword:
πάγος
Headword (normalized):
πάγος
Headword (normalized/stripped):
παγος
IDX:
24033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24059
Key:
pa/gos

Data

{'content': 'πάγος\n πάγος (ᾰ), ὁ,\n πήγνυμι\n that which is fixed or firmly set: \n a mountain-peak, a rocky hill, Od., Hes., Trag.; ὁ Ἄρειος (Ionic Ἀρήιος) πάγος the Areopagus at Athens, v. Ἄρειος II.\n = παγετός, Soph.', 'key': 'pa/gos'}