παγκρατιαστικός
παγκρᾰτιαστικός, ή, όν
from παγκρᾰτιάζω
of or for the παγκράτιον, ἡ παγκ. τέχνη the pancratiastʼs art, Plat.
skilled in the παγκράτιον, Arist.
{'content': 'παγκρατιαστικός\n παγκρᾰτιαστικός, ή, όν\n from παγκρᾰτιάζω\n of or for the παγκράτιον, ἡ παγκ. τέχνη the pancratiastʼs art, Plat.\n skilled in the παγκράτιον, Arist.', 'key': 'pagkratiastiko/s'}