Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παγκευθής
πάγκλαυστος
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
πᾶγος
πάγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρύσεος
πάγχυ
View word page
παγκρατιαστικός
παγκρατιαστικός παγκρᾰτιαστικός, ή, όν from παγκρᾰτιάζω of or for the παγκράτιον, ἡ παγκ. τέχνη the pancratiastʼs art, Plat. skilled in the παγκράτιον, Arist.

ShortDef

of or for the παγκράτιον, skilled in παγκράτιον

Debugging

Headword:
παγκρατιαστικός
Headword (normalized):
παγκρατιαστικός
Headword (normalized/stripped):
παγκρατιαστικος
IDX:
24030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24056
Key:
pagkratiastiko/s

Data

{'content': 'παγκρατιαστικός\n παγκρᾰτιαστικός, ή, όν\n from παγκρᾰτιάζω\n of or for the παγκράτιον, ἡ παγκ. τέχνη the pancratiastʼs art, Plat.\n skilled in the παγκράτιον, Arist.', 'key': 'pagkratiastiko/s'}