Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάγκαρπος
παγκευθής
πάγκλαυστος
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
πᾶγος
πάγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
πάγχρηστος
πάγχριστος
παγχρύσεος
View word page
παγκρατιαστής
παγκρατιαστής παγκρᾰτιαστής, οῦ, ὁ, from παγκρᾰτιάζω one who practises the παγκράτιον, Plat.
ShortDef
one who practises the παγκράτιον
Debugging
Headword:
παγκρατιαστής
Headword (normalized):
παγκρατιαστής
Headword (normalized/stripped):
παγκρατιαστης
IDX:
24029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24055
Key:
pagkratiasth/s
Data
{'content': 'παγκρατιαστής\n παγκρᾰτιαστής, οῦ, ὁ,\n from παγκρᾰτιάζω\n one who practises the παγκράτιον, Plat.', 'key': 'pagkratiasth/s'}