παγκρατιαστής
παγκρατιαστής
παγκρᾰτιαστής, οῦ, ὁ,
from παγκρᾰτιάζω
one who practises the παγκράτιον, Plat.
{
"content": "παγκρατιαστής\n παγκρᾰτιαστής, οῦ, ὁ,\n from παγκρᾰτιάζω\n one who practises the παγκράτιον, Plat.",
"key": "pagkratiasth/s"
}