Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παγιδεύω
πάγιος
παγίς
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
πάγκαρπος
παγκευθής
πάγκλαυστος
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
πᾶγος
πάγος
View word page
πάγκληρος
πάγκληρος πάγ-κληρος, ον, held in full possession, Eur.
ShortDef
held in full possession
Debugging
Headword:
πάγκληρος
Headword (normalized):
πάγκληρος
Headword (normalized/stripped):
παγκληρος
IDX:
24023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24049
Key:
pa/gklhros
Data
{'content': 'πάγκληρος\n πάγ-κληρος, ον,\n held in full possession, Eur.', 'key': 'pa/gklhros'}