Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάγη
παγιδεύω
πάγιος
παγίς
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
πάγκαρπος
παγκευθής
πάγκλαυστος
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκρατής
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
πᾶγος
View word page
παγκληρία
παγκληρία παγκληρία, ἡ, a complete inheritance, Aesch., Eur.

ShortDef

a complete inheritance

Debugging

Headword:
παγκληρία
Headword (normalized):
παγκληρία
Headword (normalized/stripped):
παγκληρια
IDX:
24022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24048
Key:
pagklhri/a

Data

{'content': 'παγκληρία\n παγκληρία, ἡ,\n a complete inheritance, Aesch., Eur.', 'key': 'pagklhri/a'}