Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παγγέλοιος
παγγενέτειρα
παγγενέτης
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
παγετός
παγετώδης
πάγη
παγιδεύω
πάγιος
παγίς
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
πάγκαρπος
παγκευθής
πάγκλαυστος
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίτης
View word page
παγίς
παγίς πᾰγίς, ίδος, ἡ, πήγνυμι = πάγη, a trap, Ar.: metaph. a trap, snare, δουρατέα π. of the Trojan horse, Anth. ἄγκυρα παγὶς νεῶν the anchor which holds ships fast, Anth.
ShortDef
a trap
Debugging
Headword:
παγίς
Headword (normalized):
παγίς
Headword (normalized/stripped):
παγις
IDX:
24015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24041
Key:
pagi/s
Data
{'content': 'παγίς\n πᾰγίς, ίδος, ἡ,\n πήγνυμι\n = πάγη, a trap, Ar.: metaph. a trap, snare, δουρατέα π. of the Trojan horse, Anth.\n ἄγκυρα παγὶς νεῶν the anchor which holds ships fast, Anth.', 'key': 'pagi/s'}