Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
παγγέλοιος
παγγενέτειρα
παγγενέτης
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
παγετός
παγετώδης
πάγη
παγιδεύω
πάγιος
παγίς
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
πάγκαρπος
παγκευθής
πάγκλαυστος
View word page
παγετώδης
παγετώδης πᾰγετ-ώδης, ες εἶδος frosty, ice-cold, Soph.

ShortDef

frosty, ice-cold

Debugging

Headword:
παγετώδης
Headword (normalized):
παγετώδης
Headword (normalized/stripped):
παγετωδης
IDX:
24011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24037
Key:
pagetw/dhs

Data

{'content': 'παγετώδης\n πᾰγετ-ώδης, ες\n εἶδος\n frosty, ice-cold, Soph.', 'key': 'pagetw/dhs'}