Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
παγγέλοιος
παγγενέτειρα
παγγενέτης
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
παγετός
παγετώδης
πάγη
παγιδεύω
πάγιος
παγίς
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
πάγκαρπος
παγκευθής
View word page
παγετός
παγετός πᾰγετός, οῦ, ὁ, frost, Xen.; cf. πάγος II.
ShortDef
frost
Debugging
Headword:
παγετός
Headword (normalized):
παγετός
Headword (normalized/stripped):
παγετος
IDX:
24010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24036
Key:
pageto/s
Data
{'content': 'παγετός\n πᾰγετός, οῦ, ὁ,\n frost, Xen.; cf. πάγος II.', 'key': 'pageto/s'}