Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
παγγέλοιος
παγγενέτειρα
παγγενέτης
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
παγετός
παγετώδης
πάγη
παγιδεύω
πάγιος
παγίς
παγκαίνιστος
πάγκακος
πάγκαλος
πάγκαρπος
View word page
πάγγλωσσος
πάγγλωσσος πάγ-γλωσσος, or -ττος, ον, speaking all tongues.

ShortDef

speaking all tongues

Debugging

Headword:
πάγγλωσσος
Headword (normalized):
πάγγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
παγγλωσσος
IDX:
24009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24035
Key:
pa/gglwssos

Data

{'content': 'πάγγλωσσος\n πάγ-γλωσσος, or -ττος, ον,\n \n \n speaking all tongues.', 'key': 'pa/gglwssos'}