Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
παγγέλοιος
παγγενέτειρα
παγγενέτης
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
παγετός
παγετώδης
πάγη
παγιδεύω
πάγιος
View word page
ὀψώνιον
ὀψώνιον ὀψώνιον, ου, τό, ὀψώνης provisions or provision-money, Lat. obsonium, supplies and pay for an army, Polyb.: —metaph., ὀψώνια ἁμαρτίας the wages of sin, NTest.

ShortDef

provisions

Debugging

Headword:
ὀψώνιον
Headword (normalized):
ὀψώνιον
Headword (normalized/stripped):
οψωνιον
IDX:
24004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24030
Key:
o)yw/nion

Data

{'content': 'ὀψώνιον\n ὀψώνιον, ου, τό,\n ὀψώνης\n provisions or provision-money, Lat. obsonium, supplies and pay for an army, Polyb.: —metaph., ὀψώνια ἁμαρτίας the wages of sin, NTest.', 'key': 'o)yw/nion'}