Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάπαυμα
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαύω
ἀνά
ἀνα-
ἀναπείθω
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτομαι
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀνάπηρος
ἀναπιδύω
ἀναπίμπλημι
ἀναπίπτω
ἀναπλάσσω
View word page
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπεμπάζομαι Dep., to count again, count over, Plat.
ShortDef
to count again, count over
Debugging
Headword:
ἀναπεμπάζομαι
Headword (normalized):
ἀναπεμπάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αναπεμπαζομαι
IDX:
2402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2403
Key:
a)napempa/zomai
Data
{'content': 'ἀναπεμπάζομαι\n Dep., to count again, count over, Plat.', 'key': 'a)napempa/zomai'}