Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
παγγέλοιος
παγγενέτειρα
παγγενέτης
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
παγετός
παγετώδης
πάγη
παγιδεύω
View word page
ὀψωνιασμός
ὀψωνιασμός from ὀψωνιάζω ὀψωνιασμός, οῦ, ὁ, a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army, Polyb.

ShortDef

a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army

Debugging

Headword:
ὀψωνιασμός
Headword (normalized):
ὀψωνιασμός
Headword (normalized/stripped):
οψωνιασμος
IDX:
24003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24029
Key:
o)ywniasmo/s

Data

{'content': 'ὀψωνιασμός\n from ὀψωνιάζω\n ὀψωνιασμός, οῦ, ὁ,\n a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army, Polyb.', 'key': 'o)ywniasmo/s'}