Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
παγγέλοιος
παγγενέτειρα
παγγενέτης
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
παγετός
παγετώδης
View word page
ὀψώνης
ὀψώνης ὀψ-ώνης, ου, ὁ, ὄψον, ὠνέομαι one who buys fish or victuals, a purveyor, Ar.
ShortDef
one who buys fish
Debugging
Headword:
ὀψώνης
Headword (normalized):
ὀψώνης
Headword (normalized/stripped):
οψωνης
IDX:
24001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24027
Key:
o)yw/nhs
Data
{'content': 'ὀψώνης\n ὀψ-ώνης, ου, ὁ,\n ὄψον, ὠνέομαι\n one who buys fish or victuals, a purveyor, Ar.', 'key': 'o)yw/nhs'}