Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
παγγέλοιος
παγγενέτειρα
παγγενέτης
View word page
ὀψοφαγία
ὀψοφαγία ὀψοφᾰγία, ἡ, dainty living, Aeschin. from ὀψοφάγος (ᾰ)

ShortDef

dainty living

Debugging

Headword:
ὀψοφαγία
Headword (normalized):
ὀψοφαγία
Headword (normalized/stripped):
οψοφαγια
IDX:
23997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24023
Key:
o)yofagi/a

Data

{'content': 'ὀψοφαγία\n ὀψοφᾰγία, ἡ,\n dainty living, Aeschin.\n from ὀψοφάγος (ᾰ)', 'key': 'o)yofagi/a'}