Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
παγγέλοιος
View word page
ὀψοπόνος
ὀψοπόνος ὀψο-πόνος, ον, dressing food elaborately, Anth.

ShortDef

dressing food elaborately

Debugging

Headword:
ὀψοπόνος
Headword (normalized):
ὀψοπόνος
Headword (normalized/stripped):
οψοπονος
IDX:
23995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24021
Key:
o)yopo/nos

Data

{'content': 'ὀψοπόνος\n ὀψο-πόνος, ον,\n dressing food elaborately, Anth.', 'key': 'o)yopo/nos'}