Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψώνιον
View word page
ὀψοποιός
ὀψοποιός ὀψο-ποιός, οῦ, ὁ, ποίεω one who cooks meat, a cook, Hdt.; distinguished from ἀρτοποιός and σιτοποιός, Xen., Plat.
ShortDef
one who cooks meat, a cook
Debugging
Headword:
ὀψοποιός
Headword (normalized):
ὀψοποιός
Headword (normalized/stripped):
οψοποιος
IDX:
23994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24020
Key:
o)yopoio/s
Data
{'content': 'ὀψοποιός\n ὀψο-ποιός, οῦ, ὁ,\n ποίεω\n one who cooks meat, a cook, Hdt.; distinguished from ἀρτοποιός and σιτοποιός, Xen., Plat.', 'key': 'o)yopoio/s'}