Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀψιμαθία
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὄψις
ὀψιτέλεστος
ὄψον
ὀψοποιέω
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὄψ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
View word page
ὀψοποιικός
ὀψοποιικός ὀψοποιικός, ή, όν = ὀψοποιητικός, Plat., Xen. from ὀψοποιός
ShortDef
of or fit for delicate cookery
Debugging
Headword:
ὀψοποιικός
Headword (normalized):
ὀψοποιικός
Headword (normalized/stripped):
οψοποιικος
IDX:
23993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24019
Key:
o)yopoiiko/s
Data
{'content': 'ὀψοποιικός\n ὀψοποιικός, ή, όν\n = ὀψοποιητικός, Plat., Xen.\n from ὀψοποιός', 'key': 'o)yopoiiko/s'}